- μονάριος
- μονάριος, ὁ,A keeper of a μονή, PLond.1914.19 (iv A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μονάριος — μονάριος, ὁ (Α) φύλακας μονής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονή + κατάλ. άριος (πρβλ. αποθηκ άριος)] … Dictionary of Greek